Η πρόσφατη διακοπή της εκπομπής του Jimmy Kimmel επαναφέρει με τρόπο έντονο τη συζήτηση για την ελευθερία λόγου και την ελευθεροτυπία — δύο πυλώνες κρίσιμης σημασίας όχι μόνο για τα ΜΜΕ, αλλά για κάθε επαγγελματία επικοινωνίας. Από αυτή τη σκοπιά, και με δεδομένο ότι πολύ συχνά perception is reality, τέτοια γεγονότα αποτελούν ευκαιρίες για αναστοχασμό.
Ποια είναι η ευθύνη όταν το ψυχαγωγικό περιεχόμενο συναντά πολιτικό σχόλιο; Πώς διαχειριζόμαστε τη λεπτή γραμμή μεταξύ σάτιρας και προσβολής, μεταξύ δημοκρατικού διαλόγου και κοινωνικής αναταραχής; Οι επαγγελματίες επικοινωνίας έχουμε την πρόκληση να λειτουργούμε με ευελιξία, αναγνώριση των συμφραζομένων και με έμφαση στην κατανόηση του ακροατηρίου.
Ταυτόχρονα, η ψηφιακή εποχή, με την ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας και την πολλαπλότητα των φωνών, κάνει πιο επείγον το θέμα: η διαδικτυακή ακροαματικότητα και οι μηχανισμοί αυτορρύθμισης και λογοκρισίας μπαίνουν στο μικροσκόπιο.
Η πρόσφατη συνθήκη που έχει διαμορφωθεί στις ΗΠΑ – και της οποίας το περιστατικό με τον Kimmel είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι – ανασύρει εύκολα συνειρμούς πολύ δυσάρεστους από σκοτεινές εποχές που έμοιαζαν ξεχασμένο παρελθόν.
Το ερώτημα που αναδύεται πλέον είναι: μπορεί σε τέτοιες συνθήκες ο σύμβουλος επικοινωνίας, που επιδιώκει να συμβάλλει σε έναν δημόσιο διάλογο που σέβεται τη διαφορετικότητα και ενισχύει τον πλουραλισμό να πορευτεί όχι με εύκολες λύσεις, αλλά με υπευθυνότητα, συνέπεια και σεβασμό;
Άλλο ένα… matter of perception